Μωρό παιδί ακόμα μεσ' στη κούνια
τριγυρισμένο απ' αγάπη στοργική
νεκρό και από μάρμαρο φαντάζει
χωρίς το φίλημα της μάνας να ποθεί
Δε σκάζει καν χαμόγελο στα χείλη
όπως σε όλα τα μωρά έχω δει
αγέλαστο και σοβαρό κοιτάζει
και τα παιχνίδια δεν του συγκινούν ψυχή
Καιρό πια βρίσκεται μέσα στη κούνια
ασάλευτο σα σε στάση βουδική
κι εμέ η πεθυμιά μου είναι τόση
να μάθω τι το βλέμμα του θρηνεί
Ώσπου μια μέρα σκύβοντας σιμά του
ανάλαφρα με ιέρειας σιγή
ψιθυριστά το ρώτημα του κάνω
γιατί ένα χαμόγελο μου στερεί
Κι ευθύς βλέπω τα χειλή ν' αναδεύουν
προφητική ορθώνεται φωνή
και μου προδίδει το τρανό το μυστικό του
πως κι αν γεννήθηκε δε θέλει τη ζωη.